- ἐξείργει
- ἐξέργωshut out frompres ind mp 2nd sg (attic epic)ἐξέργωshut out frompres ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀξείργει — ἐξείργει , ἐξέργω shut out from pres ind mp 2nd sg (attic epic) ἐξείργει , ἐξέργω shut out from pres ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek